- πυρά
- (I)η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. πυρή, -ής, Α1. ο τόπος όπου ανάβεται φωτιά, εστία2. η φωτιά που παράγεται από την καύση συσσωρευμένων ξύλων ή άλλων υλικών («μη φυσάς, κοπέλι, στην πυρά, να σού κάψει θέλει τα φτερά», Βιζυην.)3. μτφ. η ερωτική φλόγα και κάθε συναίσθημα που εκδηλώνεται με έντασηνεοελλ.1. σωρός καιόμενων ξύλων ή άλλων καύσιμων υλικών (α. «καταδικάστηκε στον διά πυράς θάνατον» β. «κατά την περίοδο τού χιτλερισμού τα προοδευτικά βιβλία καίγονταν στην πυρά»)2. (λαογρ.) στον πληθ. οι πυρέςεθιμικές μεγάλες φωτιές που ανάβουν στην ύπαιθρο σε διάφορες περιοχές τής χώρας τα Χριστούγεννα, τα Θεοφάνια, τις Αποκριές, το Πάσχα και σε άλλες γιορτές, γύρω από τις οποίες συγκεντρώνονται οι κάτοικοι, ανταλλάσσουν ευχές ή στήνουν χορούςαρχ.1. φωτιές όπου έκαιαν τους νεκρούς («πυραὶ νεκύων καίοντο θαμειαί», Ομ. Ιλ.)2. χώμα συσσωρευμένο στον τόπο όπου κάηκε νεκρός, τύμβος («ἡμᾱς... ἄγοντες πρὸς πυρὰν Ἀχιλλέως», Ευρ.)3. βωμός κατάλληλος για θυσία με φωτιά, θυσιαστήριο ολοκαυτώματος («ἑρκεῑος πυρά», Ευρ.)4. εκτεταμένη και πολύ καταστρεπτική πυρκαγιά5. μτφ. πυρετός6. φρ. α) «λαμπάδων πυρά» — πλήθος δάδων που καίγονταιβ) «πυρὴν νῆσαι» ή «πυρὴν συννῆσαι» — το να επισωρεύει κανείς ξύλα πυράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός + κατάλ. τών θηλ. -α].————————(II)τα, ΝΜΑ(ετερόκλιτος τ. πληθ.) βλ. πυρ.
Dictionary of Greek. 2013.